Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανασφάλιστος
- απόδοση: ο μη ασφαλισμένος σε ασφαλιστική εταιρεία / ο μη προστατευόμενος από κινδύνους
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’