Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανασφαλής
- απόδοση: που βρίσκεται υπό το κράτος ανασφάλειας / που χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’