Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μετριόφρων
- απόδοση: που δεν αρέσκεται να επιδεικνύει ικανότητες & επιτυχίες ή να γίνεται λόγος περί αυτών / που δεν εκφράζει μεγάλη ιδέα για το άτομό του
- γένη: -ων -ων -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’