Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ολιγωρία
- απόδοση: αμέλεια ή χρονοτριβή κατά την λήψη αποφάσεων ή την εκτέλεση αυτών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η παρατηρούμενη λ που εκφράζει προκαλεί πρόσθετο λόγο ανησυχίας