Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταληκτικός
- απόδοση: που λήγει κάτι / που τελειώνει / που αναφέρεται στην κατάληξη
- αντίθετο: ακατάληκτος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’