Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τέλμα
- απόδοση: έκταση καλυπτόμενη από λιμνάζοντα ύδατα ήτοι βάλτος / πλήρης απουσία εξελίξεως ήτοι στασιμότητα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετωπίζει βαθύτατο ψυχικό τέλμα