Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποτροπιασμός
- απόδοση: συναίσθημα φρίκης & απέχθειας αποκρουστικού συμβάντος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εξέφρασε τον αποτροπιασμό του για το στυγερό έγκλημα που συνέβη στην Σύρο