Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ρείθρο
- απόδοση: η κοιλότητα η σχηματιζόμενη στις άκρες & κατά μήκος ενός δρόμου στην οποία συγκεντρώνονται & ρέουν τα όμβρια ύδατα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’