Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πληθωρισμός
- απόδοση: η υπέρμετρη αύξηση της κυκλοφορίας χρήματος / το σε μέγεθος ή αριθμό μεγαλύτερο από το κανονικό ή το συνηθισμένο
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’