Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σιαμαίος
- απόδοση: κάτοικος του Σιάμ / εις εκ των διδύμων που γεννιούνται ενωμένοι σε κάποιο σημείο του σώματος
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’