Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ρηχός
- απόδοση: ο στερούμενος βάθους / που δεν παρουσιάζει βάθος νοήματος / που δεν εμβαθύνει παραμένοντας στην επιφάνεια των πραγμάτων
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’