Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θέληση
- απόδοση: σταθερή βούληση επιδίωξης προσδιορισμένου στόχου / αυτό που θέλει & επιδιώκει κάποιο άτομο χωρίς να του έχει επιβληθεί
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιβάλλει τη θέλησή του ευθέως ή δια πλαγίων τρόπων