Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευπρεπής
- απόδοση: ο συμπεριφερόμενος με τρόπο σύμφωνο με τους κανόνες της καλής κοινωνικής συμπεριφοράς / που διαμορφώθηκε με επιμέλεια προκαλώντας ικανοποιητικό αποτέλεσμα που δεν προκαλεί αρνητικά σχόλια
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’