Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μακροχρόνιος
- απόδοση: που διαρκεί ικανό χρονικό διάστημα
- αντίθετο: βραχυχρόνιος
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναχώρησε μετά από μακροχρόνια παραμονή στην χώρα του ανατέλλοντος ηλίου κατευθυνόμενος σε άγνωστο τόπο
εμφανίσθηκε μετά από μακροχρόνια απουσία στο Ναύπλιο