Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρενόχληση
- απόδοση: η ενόχληση ατόμου εν ώρα εργασίας ή αναπαύσεως / η σεξουαλικού περιεχομένου ενόχληση σε πρόσωπο του αντίθετου φύλου / η απασχόληση αντιπάλου με επιθετικές ενέργειες
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’