Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκρηκτικός
- απόδοση: που δύναται να προκαλέσει έκρηξη / που εκδηλώνεται αιφνίδια συνήθως δε βίαια / που προμηνύει εκρηκτικά γεγονότα / ο πληθωρικός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’