Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ταμπού
- απόδοση: ιερό ή μιαρό στοιχείο πρωτόγονων θρησκειών που η επαφή μαζί του επιτρέπεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις / πρόσωπο ή θεσμός που δεν επιτρέπεται η εις βάρος του άσκηση κριτικής / ό,τι δεν επιτρέπεται να γίνει αντικείμενο συζητήσεως το θεωρούμενο απαγορευμένο
- συγγενές: taboo
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’