Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιστέγασμα
- απόδοση: σημαντική πράξη που ολοκληρώνει σειρά ενεργειών
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο θάνατος του πατέρα υπήρξε το επιστέγασμα της θυσιαστικής αγάπης προς το παιδί του