Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στέγαστρο
- απόδοση: ελαφριά κατασκευή στηριζόμενη σε κολώνες ή βραχίονες καλύπτουσα ελεύθερο χώρο που προσφέρει προστασία από την βροχή ή την ηλιακή ακτινοβολία
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’