Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ορδή
- απόδοση: προκειμένου για νομαδικό φύλο της κεντρικής Ασίας / άτακτο στρατιωτικό σώμα / ανοργάνωτο πλήθος ατόμων / στράτευμα φερόμενο κατά τρόπο βάρβαρο / πλήθος ατόμων συνωστιζόμενο καθώς προσέρχεται κάπου μαζικά
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’