Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αισθαντικός
- απόδοση: που αισθάνεται / ο συναισθηματικός / που εκφράζει ευαισθησία / που προκαλεί ευάρεστα συναισθήματα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’