Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ικανοποιημένος
- απόδοση: που έχει ικανοποιηθεί / που αισθάνεται ευχαρίστηση από εξέλιξη καταστάσεως / ο κορεσμένος από ευχαρίστηση / που του αποδόθηκε αποζημίωση για υλική ή ηθική βλάβη
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’