Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταληψία
- απόδοση: κατάσταση ακαμψίας στου σώματος ή μέλους αυτού ως σύμπτωμα ύπνωσης ή σοβαρής ψυχικής διαταραχής
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’