Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανικανοποίητος
- απόδοση: που δεν έχει ικανοποιηθεί / που δεν αισθάνεται ευχαρίστηση από εξέλιξη καταστάσεως / ο άπληστος & ακόρεστος / που δεν του αποδόθηκε αποζημίωση για υλική ή ηθική βλάβη
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’