Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσκυνημένος
- απόδοση: που δήλωσε υποταγή σκύβοντας την κεφαλή σε αφέντη / που αποδέχθηκε ταπεινωτική δουλεία / που υπέκυψε σε υποτέλεια
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’