Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σκόπελος
- απόδοση: βράχος που μόλις εξέχει από την επιφάνεια της θαλάσσης / αναφερόμενοι σε σοβαρό εμπόδιο
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’