Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενεργητικός
- απόδοση: πρόσωπο που εκδηλώνει την τάση να ενεργεί να δρα / για ομοφυλόφιλο υποδυόμενο ανδρικό ρόλο / που γίνεται για την επίτευξη αποτελέσματος / ο κερδοφόρος ισολογισμός αναφερόμενοι σε λογιστικά / κάθε τι που διευκολύνει την αφόδευση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’