Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατάκλιση - 1
- απόδοση: το ξάπλωμα με διάθεση για ύπνο ή ξεκούραση / πλάγιασμα σκάφους προς τη μία πλευρά
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’