Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τοιχογραφία
- απόδοση: η τέχνη διακόσμησης τοίχων με παραστάσεις κυρίως δια νωπογραφιών / παράσταση μεγάλων διαστάσεων ζωγραφισμένη σε τοίχο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’