Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άγευστος
- απόδοση: που δεν τον διακρίνει ευχάριστη γεύση / που στερείται ευχάριστης γεύσεως
- αντίθετο: εύγευστος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’