Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξασθένηση
- απόδοση: το αποτέλεσμα του εξασθενώ ήτοι η μείωση της έντασης ή της αποτελεσματικότητος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
με τα χρόνια παρατηρείται εξασθένηση της ακοής του