Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμφυής
- απόδοση: που φύεται μαζί με κάτι άλλο / που δημιουργείται μαζί με κάτι άλλο / που υπάρχει εκ φύσεως
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’