Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανοσία
- απόδοση: φυσική ή επίκτητη ιδιότητα οργανισμού μη προσβολής από ορισμένες ασθένειες / η ιδιότητα ατόμου να μην εκφράζει δυσανασχέτηση ή αντίδραση σε κατάσταση δυσάρεστη λόγω συνηθείας
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’