Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εμβόλιο
- απόδοση: παρασκεύασμα μικροβίων & παραγώγων αυτών με σκοπό την εισαγωγή τους σε οργανισμό ώστε να προκληθεί σε αυτόν ανοσία σε ορισμένη νόσο / τμήμα βλαστού που χρησιμοποιείται για μπόλιασμα άλλου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’