Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ρεσάλτο
- απόδοση: έφοδος αγήματος σε πλοίο από άλλο πλοίο το οποίο προηγουμένως το έχει πλευρίσει ή εμβολίσει / τολμηρή έως παρακινδυνευμένη ενέργεια
- συγγενές: ressalto
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’