Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εμβολή
- απόδοση: παρεμβολή / απόφραξη αιμοφόρου αγγείου / ρεσάλτο αγήματος σε υφιστάμενο επίθεση πλοίο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’