Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κλακαδόρος
- απόδοση: το μέλος κλάκας ήτοι ομάδος ατόμων παρευρισκόμενων σε δημόσια συγκέντρωση με σκοπό την δημιουργία εντυπώσεων δια επευφημιών ή αποδοκιμασιών
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’