Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δουλεία - 2
- απόδοση: εμπράγματο δικαίωμα το οποίο κάποιος δύναται να χρησιμοποιήσει υπό ορισμένους όρους
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’