Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δουλεία - 1
- απόδοση: η κατάσταση στερούμενου της προσωπικής ελευθερίας / κατάσταση απόλυτα εξαρτημένου ατόμου από κάτι
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’