Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εφαλτήριο
- απόδοση: ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως εμπόδιο ή ως υποστήριγμα των αθλουμένων / σημείο εκκίνησης επαγγελματικής ή κοινωνικής ανόδου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’