Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρασκεύασμα
- απόδοση: ιστοί μικρόβια ή αίμα που μετά από επεξεργασία χρησιμοποιούνται σε μικροσκοπικές εξετάσεις / κάθε τι παραγόμενο με χημικές μεθόδους / φάρμακα θεραπευτικών χρήσεων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’