Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διάρρηξη
- απόδοση: παραβίαση κλειστού χώρου με σκοπό την ενέργεια κλοπής / ρήξη / διακοπή / ακύρωση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο κυριότερος από τους εμπλεκόμενους προχώρησε σε διάρρηξη συμφωνίας
υπέστη διάρρηξη αιμοφόρων αγγείων