Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φαινομενικός
- απόδοση: ο μη έχων πραγματική υπόσταση / ο επιφανειακός / που γίνεται για την δημιουργία εντυπώσεων
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’