Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαυγής
- απόδοση: που μπορεί να δει κάποιος καθαρά δια μέσου αυτού αναφερόμενοι σε υγρό / για κάτι που το διακρίνει σαφήνεια / που δεν συσκοτίζει
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’