Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απτόητος
- απόδοση: που δεν χάνει το θάρρος του σε δύσκολες περιστάσεις / ο μη υποχωρητικός σε εμπόδια
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’