Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σκόπιμος
- απόδοση: ο από πρόθεση για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού συνήθως κατά παράβαση ή παράλειψη διαδικασιών
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’