Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αφύσικος
- απόδοση: που συμβαίνει που εξελίσσεται σε μερική ή πλήρη αντίθεση με τους φυσικούς νόμους / ο διαφορετικός από ό,τι συμβαίνει συνήθως / ο μη σύμφωνος με τους κοινωνικούς νόμους
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’