Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κοινοκτημοσύνη - 2
- απόδοση: θεσμός του οικογενειακού δικαίου κατά τον οποίον ορισμένα περιουσιακά στοιχεία ανήκουν από κοινού στους δύο συζύγους
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’