Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κοινόκτητος
- απόδοση: που ανήκει σε πολλούς οι οποίοι δεν το χρησιμοποιούν από κοινού κατ΄ ανάγκην
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’