Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σύσφιξη
- απόδοση: το σφίξιμο με δύναμη του σημείου συνδέσεως στοιχείων / η δημιουργία φιλικών & εγκάρδιων σχέσεων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’